φιλυρινος

φιλυρινος
    φιλύρινος
    φῐλύρῐνος
    3
    (ῠ) досл. липовый, ирон. легкий или тонкий как липовое лыко Arph.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "φιλυρινος" в других словарях:

  • φιλύρινος — of lime wood masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλύρινος — ίνη, ον, Α 1. αυτός που έχει κατασκευαστεί από ξύλο φιλύρας («φιλυρίνη σανίς», Ιπποκρ.) 2. ελαφρός, κούφιος, όπως το ξύλο τής φιλύρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλύρα + κατάλ. ινος (πρβλ. λίθ ινος)] …   Dictionary of Greek

  • φιλύρινον — φιλύρινος of lime wood masc acc sg φιλύρινος of lime wood neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλυρίνη — φιλύρινος of lime wood fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλυρίνοις — φιλύρινος of lime wood masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλυρίνῳ — φιλύρινος of lime wood masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλύρινα — φιλύρινος of lime wood neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»